οργώνω — οργώνω, όργωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
οργώνω — όργωσα, οργώθηκα, οργωμένος 1. καλλιεργώ χωράφι με το αλέτρι. 2. μτφ., περπατώ, ταξιδεύω αναζητώντας κάτι ή για προσωπικές μου δουλειές: Οργώσαμε τη Μακεδονία σε δύο μέρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλοργώνω — οργώνω καλά, βαθιά … Dictionary of Greek
αλετρεύω — (I) ἀλετρεύω (Α) [ἀλετρίς] αλέθω. (II) οργώνω με αλέτρι, αλετρίζω, οργώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλέτρι ή απευθείας από το αρχ. ἀροτρεύω, με αφομοιωτική τροπή του ο σε ε και ανομοιωτική τροπή τού ρ σε λ . ΠΑΡ. νεοελλ. αλετρευτής] … Dictionary of Greek
αρώ — ἀρῶ ( όω) (Α) 1. οργώνω, καλλιεργώ 2. σπείρω 3. (για άνδρα) συνουσιάζομαι και τεκνοποιώ 4. παθ. ( ούμαι) γεννιέμαι 5. μέσ. καρπούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρόω βασίζεται σε πρωταρχικό αθέματο ΙΕ. ενεστώτα δισύλλαβης ρίζας, στην οποία η δεύτερη συλλαβή… … Dictionary of Greek
καταρώ — καταρῶ, όω (Α) αροτριώ, οργώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀρῶ «οργώνω»] … Dictionary of Greek
νεάζω — (Α νεάζω) 1. είμαι νέος 2. σκέπτομαι και ενεργώ σαν να είμαι νέος, παριστάνω τον νεαρό 3. φαίνομαι νεαρός, είμαι σφριγηλός σαν να είμαι νέος αρχ. 1. είμαι πιο νεαρός στην ηλικία σε σύγκριση με άλλο άτομο («ὁ μὲν νεάζων και χρόνῳ μείων γεγώς», Σοφ … Dictionary of Greek
οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… … Dictionary of Greek
περιαρώ — όω, Α οργώνω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀρῶ «οργώνω»] … Dictionary of Greek
συναροτριώ — άω, Α οργώνω μαζί ή ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀροτριῶ «οργώνω» (< ἄροτρον)] … Dictionary of Greek