οργώνω

οργώνω
σκάβω τη γη με το αλέτρι, αροτριώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οργή + κατάλ. -ώνω. Το ρ. έχει τη σημ. τών αρχ. ὀργῶ* «αρδεύομαι καλά για παραγωγή καρπού» και ὀργάς* «γη που καλλιεργείται και ποτίζεται τακτικά, εύφορος αγρός». Κατ' άλλη άποψη, το ρ. οργώνω έχει προέλθει με αφομοιωτική τροπή τού αρκτικού ε- σε ο- από αμάρτυρο αρχικό τ. *εργ-ώνω < ἔργον. Η τελευταία άποψη οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική σύνδεση τού ρήματος με την οικογένεια τού έργο (βλ. και λ. οργάς, οργή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οργώνω — οργώνω, όργωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • οργώνω — όργωσα, οργώθηκα, οργωμένος 1. καλλιεργώ χωράφι με το αλέτρι. 2. μτφ., περπατώ, ταξιδεύω αναζητώντας κάτι ή για προσωπικές μου δουλειές: Οργώσαμε τη Μακεδονία σε δύο μέρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοργώνω — οργώνω καλά, βαθιά …   Dictionary of Greek

  • αλετρεύω — (I) ἀλετρεύω (Α) [ἀλετρίς] αλέθω. (II) οργώνω με αλέτρι, αλετρίζω, οργώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλέτρι ή απευθείας από το αρχ. ἀροτρεύω, με αφομοιωτική τροπή του ο σε ε και ανομοιωτική τροπή τού ρ σε λ . ΠΑΡ. νεοελλ. αλετρευτής] …   Dictionary of Greek

  • αρώ — ἀρῶ ( όω) (Α) 1. οργώνω, καλλιεργώ 2. σπείρω 3. (για άνδρα) συνουσιάζομαι και τεκνοποιώ 4. παθ. ( ούμαι) γεννιέμαι 5. μέσ. καρπούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρόω βασίζεται σε πρωταρχικό αθέματο ΙΕ. ενεστώτα δισύλλαβης ρίζας, στην οποία η δεύτερη συλλαβή… …   Dictionary of Greek

  • καταρώ — καταρῶ, όω (Α) αροτριώ, οργώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀρῶ «οργώνω»] …   Dictionary of Greek

  • νεάζω — (Α νεάζω) 1. είμαι νέος 2. σκέπτομαι και ενεργώ σαν να είμαι νέος, παριστάνω τον νεαρό 3. φαίνομαι νεαρός, είμαι σφριγηλός σαν να είμαι νέος αρχ. 1. είμαι πιο νεαρός στην ηλικία σε σύγκριση με άλλο άτομο («ὁ μὲν νεάζων και χρόνῳ μείων γεγώς», Σοφ …   Dictionary of Greek

  • οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • περιαρώ — όω, Α οργώνω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀρῶ «οργώνω»] …   Dictionary of Greek

  • συναροτριώ — άω, Α οργώνω μαζί ή ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀροτριῶ «οργώνω» (< ἄροτρον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”